- καμάτου
- κάματοςtoilmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Lancia (ciudad) — Para otros usos de este término, véase Lancia (desambiguación). Lancia Ciudad del Imperio romano … Wikipedia Español
CHALYBES — seu CALIBES, populi Asiae minoris Ponto vicini ad Thermodontem fluv. Homero Alizones appellati. Strabo, l. 12. Paphlagoniae proximi, Strabom Chaldaei dicti. Baudrando in Cappadocia, versus confinium Armeniae minoris inter Polemonium et… … Hofmann J. Lexicon universale
οϊζύς — ὀϊζύς και, αττ. τ., οἰζύς, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αθλιότητα, δυστυχία, ταλαιπωρία («παύσονται καμάτου καὶ ὀϊζύος», Ησίοδ.) 2. ως κύριο όν. Ὀϊζύς όνομα μυθικής κόρης τής Νυκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. οἴζω* «θρηνώ, πενθώ» με… … Dictionary of Greek
ψυχοαναληπτικός — και ψυχαναληπτικός ή, ό, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψυχοαναληπτικά (φαρμ.) ψυχοτρόπα φάρμακα που βελτιώνουν τη διανοητική απόδοση, διεγείρουν την εγρήγορση και ελαττώνουν το αίσθημα τού καμάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek